- κλιβανισμένος
- κλιβανισμένος, -η, -ον (Μ)θωρακισμένος, θωρακοφόρος, σιδηρόφρακτος ιππέας («ἐπήγαιναν ἔμπροσθέν του Ἀραβίτες,... κλιβανισμένοι», Διγ. Ακρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < *κλιβανίζω με σημ. «θωρακίζω» (< κλίβανον «θώρακας»)].
Dictionary of Greek. 2013.